Το σύνδρομο της ευπάθειας (frailty syndrome) σχετίζεται άμεσα με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής του γενικού πληθυσμού. Αν και το σύνδρομο ευπάθειας είναι ευρέως αναγνωρισμένο, δεν υπάρχει στη παρούσα φάση ιδιαίτερη ομοφωνία σχετικά με τον ορισμό του. Αποτελεί ένα εξελισσόμενο γηριατρικό σύνδρομο, το οποίο αφορά μία κατάσταση «ευαλωτότητας» και μείωσης της λειτουργικότητας διαφόρων συστημάτων του ανθρώπινου οργανισμού.
Η πρώτη αναφορά στην κατάσταση της «ευπάθειας» των ηλικιωμένων ως συνδρόμου πραγματοποιείται από τους Walston & Fried το 1999 με το άρθρο ανασκόπησης: “Frailty and the older man” (Med Clin North Am. 1999 Sep;83(5):1173-94)
Τα ευπαθή άτομα (frail people) έχουν ελαττωμένη ικανότητα ανάκαμψης και προσαρμογής, λόγω εξάντλησης των λειτουργικών εφεδρειών του οργανισμού τους, σε σχέση με την κατάστασή τους προ έκθεσης σε ένα ενδογενή ή εξωγενή παράγοντα stress, που θα μπορούσε να είναι ασθένειες, τραυματισμοί, χειρουργεία, αλλαγές στη φαρμακευτική τους αγωγή. Αυτό το σύνδρομο μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα πτώσεων και τραυματισμών, εμφάνισης αναπηρίας και αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, αλλά και θνητότητας.
Η βάση για τη διάγνωση του συνδρόμου και εν συνεχεία την παροχή της βέλτιστης υποστήριξης των ευπαθών ατόμων περιλαμβάνει τη διενέργεια περιεκτικής γηριατρικής αξιολόγησης (comprehensive geriatric assessment – CGA) από τους θεράποντες ειδικούς ιατρούς.
Για την αξιολόγηση της ευπάθειας, υπάρχουν ήδη ειδικά scores, τα οποία σε συνδυαστική χρήση μεταξύ τους, μπορούν να δώσουν μία πρώτη εικόνα της κατάστασης, αλλά και να καθορίσουν τη θεραπευτική και υποστηρικτική στρατηγική μας.
Κλινικά, αυτά τα άτομα μπορεί να παρουσιάσουν:
- Απώλεια βάρους (Weight loss – που δεν υπάγεται σε κάποιο πρόγραμμα διαίτης).
- Εξάντληση (Exhaustion).
- Μειωμένη φυσική δραστηριότητα (Low physical activity).
- Μειωμένη ταχύτητα κίνησης (Slowness).
- Μειωμένη δύναμη λαβής (Weakness – Low grip strength).
Καθοριστικοί παράγοντες για την επαγωγή του συνδρόμου της ευπάθειας είναι:
- Η μη επαρκής λήψη διατροφικών στοιχείων για τον ανθρώπινο οργανισμό (malnutrition).
- Η λήψη φαρμακευτικής αγωγής, η οποία περιλαμβάνει το λιγότερο 5 φαρμακευτικά σκευάσματα ταυτόχρονα (πολυφαρμακία).
- Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος, όπως η σαρκοπενία, η οποία χαρακτηρίζεται από μείωση της μυϊκής μάζας και ισχύος και η οστεοπόρωση, η οποία χαρακτηρίζεται από τη διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής των οστών και αυξημένο καταγματικό κίνδυνο), καθώς και τα αίτια που επάγουν αυτές τις δύο παθολογικές οντότητες.
- H χρόνια φλεγμονή και καταστάσεις/ασθένειες που την επάγουν.
- Μειωμένη κοινωνικοψυχολογική υποστήριξη από το οικείο περιβάλλον του ατόμου που ελέγχεται για αυτό το σύνδρομο.
Τα ευπαθή άτομα μπορεί να βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο από το γενικό πληθυσμό για:
- Καρδιαγγειακές παθήσεις.
- Διαταραχές του ενδοκρινικού, μυοσκελετικού και αναπνευστικού συστήματος.
- Ψυχιατρικές διαταραχές, όπως κατάθλιψη.
- Σωματική αναπηρία και μόνιμη κατάκλιση.
- Δυσμενή έκβαση και πρόγνωση μετά τη διενέργεια χειρουργικών επεμβάσεων.
- Λόγω επιπλοκών του συνδρόμου, επαναλαμβανόμενες και παρατεινόμενες νοσηλείες σε νοσοκομεία.
Κοινώς αποδεκτοί βιοδείκτες για τον εντοπισμό της ευπάθειας (frailty biomarkers) δεν υπάρχουν ακόμη. Ωστόσο, έμμεσος έλεγχος μπορεί να μας προσανατολίσει σχετικά με αυτό το σύνδρομο. Αυτός, αδρά, μπορεί να περιλαμβάνει αιματολογικό έλεγχο αιματοκρίτη, ορμονών, βιταμινών, φλεγμονής. Η λήψη επαρκούς ιστορικού και φυσικής εξέτασης είναι μείζονος σημασίας για να θέσει την κατεύθυνση για περαιτέρω έλεγχο.
Ωστόσο, όπως αναφέρεται και στη διεθνή βιβλιογραφία, η έρευνα για την ανεύρεση βιοδεικτών σχετικών με αυτό το σύνδρομο αφορά ένα μεγάλο εύρος μέσα στο οποίο, ενδεικτικά, περιλαμβάνεται η πειραματική μελέτη ενδοκρινολογικών δεικτών όπως η βιταμίνη D, δεικτών οξειδωτικού stress όπως ισοπροστάνες, επιγενετικών δεικτών όπως η μεθυλίωση του DNA, δεικτών φλεγμονής όπως η IL-6. Αναμένεται στο μέλλον η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων αυτών των πειραματικών προσπαθειών και η δυνατότητα κλινικής εφαρμογής τους.
Πιθανές θεραπευτικές παρεμβάσεις:
- Δυναμική παρέμβαση στη βελτίωση της διατροφής των ευπαθών ατόμων με συνεργασία διαφόρων ειδικοτήτων επιστημόνων με συνεκτίμηση της παρουσίας και λοιπών παθήσεων.
- Ενθάρρυνση για πιο ενεργητική σωματική δραστηριότητα μέσω άσκησης σε ειδικά προγράμματα.
- Αντιμετώπιση ενδοκρινικών διαταραχών, εάν υπάρχουν, με τα κατάλληλα σκευάσματα κάθε φορά.
- Υποστήριξη από ειδικούς για τη βελτίωση του ψυχολογικού προφίλ των ευπαθών ατόμων σε συνεργασία με το οικείο τους περιβάλλον.