Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα είναι το συχνότερο σύνδρομο πίεσης νεύρου και εμφανίζεται σε 4/1000 άτομα ανά έτος. Τις περισσότερες φορές εμφανίζεται σε ενήλικα άτομα ηλικίας 35-70 ετών, συχνότερα γυναίκες. Η πρώτη περιγραφή του συνδρόμου ανάγεται στον James Pajet το 1863. Έκτοτε πολλοί συγγραφείς ασχολήθηκαν με το θέμα μέχρι τις μέρες μας αναλύοντας την αιτιολογία, τη συμπτωματολογία και τη θεραπεία του συνδρόμου.
Τι είναι ο καρπιαίος σωλήνας;
Ο καρπιαίος σωλήνας είναι ένας στενός σωληνωτός σχηματισμός στην παλαμιαία επιφάνεια του καρπού, ο οποίος σχηματίζεται από κάτω και στα πλάγια από τα οστά του καρπού και από πάνω από ένα σκληρό συνδετικό ιστό, τον εγκάρσιο σύνδεσμο. Μέσα από αυτόν τον ’’σωλήνα’’ διέρχονται το μέσο νεύρο και οι καμπτήρες τένοντες των δακτύλων.
Το μέσο νεύρο του χεριού πορεύεται κατά μήκος της παλαμιαίας επιφάνειας του αντιβραχίου και καταλήγει στα δάκτυλα, αφού διέλθει διά του καρπιαίου σωλήνα. Ο καρπιαίος σωλήνας είναι οστεοϊνώδης σωλήνας και το έδαφός του αποτελούν τα οστά του καρπού και την οροφή του ο εγκάρσιος σύνδεσμος του καρπού. Το περιεχόμενό του, εκτός από το μέσο νεύρο, είναι οι 9 τένοντες που εκτελούν τις κινήσεις κάμψεως των δακτύλων και του αντίχειρα. Ο σωλήνας είναι ανένδοτος και οποιαδήποτε αύξηση του όγκου των περιεχομένων ιστών οδηγεί αναπόφευκτα σε πίεση του μέσου νεύρου, που είναι και το πιο ευπαθές.
Πότε παρουσιάζεται το πρόβλημα;
Στην περίπτωση που οι ιστοί μέσα στον καρπιαίο σωλήνα παρουσιάσουν για κάποιο λόγο οίδημα, ο χώρος διέλευσης του νεύρου στον σωλήνα στενεύει και το νεύρο πιέζεται. Η συμπιεστική αυτή νευροπάθεια είναι η αίτια της προβλήματος.
Μερικοί παράγοντες που προκαλούν το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα είναι:
- Χρόνια χειρωνακτική εργασία, χειρισμός υπολογιστή
- Ορμονικές διαταραχές (θυρεοειδοπάθεια, σακχαρώδης διαβήτης)
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα (οίδημα των ελύτρων των τενόντων)
- Εγκυμοσύνη
- Γάγγλια
- Πρόσφατος τραυματισμός του καρπού με συνοδό οίδημα
Ποια είναι τα συμπτώματα του συνδρόμου του καρπιαίου σωλήνα;
Τα συμπτώματα συνήθως ξεκινούν σταδιακά και χαρακτηριστικά είναι:
- Μουδιάσματα στα δάκτυλα που συχνά επιδεινώνονται τη νύχτα. Αρκετοί ασθενείς ξυπνάνε τη νύχτα και νιώθουν την ανάγκη να τινάξουν το χέρι τους για να απαλλαγχθούν από τα συμπτώματα
- Μειωμένη αισθητικότητα στην περιοχή των δακτύλων
- Πόνο στην περιοχή του καρπού και της παλάμης
- Αίσθημα ηλεκτρικού ρεύματος στα δάκτυλα
- Σε πιο προχωρημένες καταστάσεις αδυναμία στο χέρι και τα δάχτυλα με συνέπεια τη δυσκολία στην εκτέλεση καθημερινών κινήσεων όπως το κούμπωμα των ρούχων ή τη συγκράτηση ενός αντικειμένου. Στις παραπάνω περιπτώσεις είναι χαρακτηριστική η ατροφία του αντίχειρα.
Η διάγνωση
Τα συμπτώματα εκδηλώνονται κυρίως με μούδιασμα στα δάκτυλα που νευρώνονται από το μέσο νεύρο και στο μισό παράμεσο. Τα δάκτυλα που εμπλέκονται περισσότερο, είναι ο δείκτης και ο μέσος. Στην αρχή το μούδιασμα έρχεται και παρέρχεται, ενώ αργότερα γίνεται μόνιμο και εμφανίζεται κυρίως τις πρωινές ώρες και πολλές φορές ξυπνά τον πάσχοντα. Τα συμπτώματα αυτά για άγνωστο λόγο υποχωρούν ή βελτιώνονται με την ανύψωση του μέλους και επιδεινώνονται σε καταστάσεις όπου ο καρπός βρίσκεται σε κάμψη, όπως στην οδήγηση, ακόμα και στο διάβασμα της εφημερίδας. Συχνά εμφανίζεται πόνος κεντρικότερα του καρπού, στη μεσότητα του αντιβραχίου και στον αγκώνα, ενώ μερικές φορές μπορεί να φτάσει μέχρι τον βραχίονα και τον ώμο. Υπαισθησίες ή παραισθησίες μπορεί να υπάρχουν σε ολόκληρο το χέρι και η απώλεια της αισθήσεως οδηγεί σε αδυναμία σταθερής σύλληψης, με αποτέλεσμα να πέφτουν τα αντικείμενα από το χέρι. Μυϊκή αδυναμία και ατροφίες εμφανίζονται σε παραμελημένες καταστάσεις και εκδηλώνεται με αδυναμία πλήρους χρησιμοποιήσεως του αντίχειρα.
Η διάγνωση επιτυγχάνεται με τη σωστή κλινική εξέταση και επιβεβαιώνεται με τον εργαστηριακό έλεγχο (ηλεκτρομυογράφημα). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών το ηλεκτρομυογράφημα δεν επιβεβαιώνει την κλινική εκτίμηση, η οποία θεωρείται και η πλέον σημαντική. Σπανιότερα απαιτούνται ειδικές εξετάσεις για τον καθορισμό της αιτιολογίας της νόσου.
Ποια είναι η αντιμετώπιση του προβλήματος;
Η αντιμετώπιση του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα είναι στα αρχικά στάδια πάντα συντηρητική. Συνίσταται ανάπαυση του χεριού και αποφυγή των δραστηριοτήτων που επιδεινώνουν τα συμπτώματα. Μερικές φορές είναι απαραίτητη η ακινητοποίηση με ένα νάρθηκα (κυρίως τη νύχτα). Η χρήση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων βοηθάει στην υποχώρηση της φλεγμονής και του οιδήματος.
Στην περίπτωση που τα συμπτώματα δεν υποχωρούν παρόλη τη συντηρητική θεραπεία, την οριστική λύση δίνει η χειρουργική διάνοιξη του εγκάρσιου συνδέσμου. Με αυτόν τον τρόπο διευρύνεται ο καρπιαίος σωλήνας, το νεύρο αποσυμπιέζεται με αποτέλεσμα να υποχωρούν αμέσως τα συμπτώματα. Η διάνοιξη του καρπιαίου σωλήνα γίνεται υπό τοπική αναισθησία (συνήθως με ήπια μέθη) με μία μικρή τομή στην παλάμη του ασθενούς. Η επέμβαση διαρκεί περίπου 15 λεπτά, ο ασθενής μπορεί να εξέλθει από το νοσοκομείο την ίδια μέρα και να χρησιμοποιήσει το χέρι του για τις απλές καθημερινές κινήσεις. Η μετεγχειρητική αποκατάσταση είναι ταχεία και τα ποσοστά επιτυχίας είναι πολύ υψηλά.