Ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι γνωστός και ως καρκίνος του κόλου, καρκίνος του ορθού ή ορθοκολικός καρκίνος. Το τοίχωμα του εντέρου αποτελείται από κύτταρα τα οποία συνεχώς ανανεώνονται. Ορισμένες φορές, αυτά τα κύτταρα αναπτύσσονται πολύ γρήγορα, σχηματίζοντας μια μάζα κυττάρων γνωστή ως πολύποδας του παχέος εντέρου (ορισμένες φορές αποκαλείται αδένωμα). Οι πολύποδες δεν είναι καρκίνοι (είναι συνήθως καλοήθεις όγκοι), ωστόσο μπορούν να εξελιχθούν σε κακοήθεια με την πάροδο των χρόνων. Ένας όγκος είναι κακοήθης όταν τα καρκινικά κύτταρα έχουν την ικανότητα να εξαπλωθούν πέραν του αρχικού σημείου ανάπτυξής τους και σε άλλα μέρη του σώματος. Κατά το αρχικό στάδιο ανάπτυξης του καρκίνου, δεν υπάρχουν συνήθως συμπτώματα για αρκετές εβδομάδες, μήνες ή και για ακόμα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε ορισμένες περιπτώσεις. Στη συνέχεια, καθώς ο καρκίνος εξελίσσεται, τα συνήθη αρχικά συμπτώματα περιλαμβάνουν αιμορραγία από το ορθό (το τελευταίο τμήμα του παχέος εντέρου πριν από τον πρωκτό), αλλαγές στις συνήθειες του εντέρου (για παράδειγμα, παρατεταμένα επεισόδια διάρροιας) και αναιμία, η οποία μπορεί να προκαλέσει κόπωση.

Τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες διατρέχουν κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του παχέος εντέρου. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι το τρίτο πιο διαδεδομένο είδος καρκίνου και η δεύτερη αιτία θανάτου λόγω καρκίνου, με περισσότερα από 345.000 νέα περιστατικά και 150.000 θανάτους βάσει εκτιμήσεων για το 2012. Περίπου 1 στα 20 άτομα στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα αναπτύξουν καρκίνο του παχέος εντέρου κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Περίπου 8 στα 10 άτομα με διαγνωσμένο καρκίνο του παχέος εντέρου είναι άνω των 60 ετών. Περίπου 5 στα 10 άτομα με διαγνωσμένο καρκίνο του παχέος εντέρου πεθαίνουν εξαιτίας της νόσου. Ο κίνδυνος θανάτου είναι μικρότερος εάν ο καρκίνος ανιχνευτεί κατά τον προσυμπτωματικό έλεγχο.

Τι είναι ο προσυμπτωματικός έλεγχος για τον καρκίνο του παχέος εντέρου;

Ο προσυμπτωματικός έλεγχος αποσκοπεί στην ανίχνευση του καρκίνου του παχέος εντέρου (ή καταστάσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε καρκίνο του εντέρου) σε πρώιμο στάδιο, όταν υπάρχουν αρκετές πιθανότητες η θεραπεία να είναι επιτυχής. Υπάρχουν δύο προληπτικές εξετάσεις για την ανίχνευση καρκίνου του παχέος εντέρου:

  1. Η εξέταση ανίχνευσης αίματος στα κόπρανα – τεστ ανίχνευσης λανθάνουσας αιμορραγίας στα κόπρανα.
  2. Η εξέταση του εσωτερικού του εντέρου με εύκαμπτη σιγμοειδοσκόπηση ή κολονοσκόπηση.

Το τεστ ανίχνευσης λανθάνουσας αιμορραγίας στα κόπρανα (FOBT) είναι μια βιοχημική εξέταση που μπορεί να ανιχνεύσει ελάχιστες ποσότητες αίματος σε δείγματα κοπράνων. Οι ποσότητες είναι τόσο μικρές που δεν είναι ορατές με γυμνό μάτι («λανθάνουσα αιμορραγία» σημαίνει «μη εμφανής αιμορραγία»). Αυτή είναι η μέθοδος που χρησιμοποιείται συχνότερα για τον προσυμπτωματικό έλεγχο για καρκίνο του παχέος εντέρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπάρχουν δύο είδη εξετάσεων FOBT: η FOBT με δοκιμασία γουαϊακόλης και η FOBT με ανοσοχημική δοκιμασία (γνωστή και ως ανοσοχημικό τεστ κοπράνων, FIT). Αυτά τα δύο είδη εξέτασης διαφέρουν ως προς τον τρόπο συλλογής και ανάλυσης των δειγμάτων κοπράνων. Μπορείτε να κάνετε το τεστ FOBT γουαϊακόλης ή το τεστ FIT στο σπίτι σας. Χρησιμοποιώντας το τεστ ανίχνευσης, μπορείτε να συλλέξετε με απλό τρόπο μικρά δείγματα από τα κόπρανά σας. Η ανάλυση των δειγμάτων γίνεται σε εργαστήριο.

Η εύκαμπτη σιγμοειδοσκόπηση και η κολονοσκόπηση είναι ιατρικές διαδικασίες κατά τις οποίες χρησιμοποιείται ένας μακρύς, εύκαμπτος, λεπτός σωλήνας εξοπλισμένος με φως και με έναν μικροσκοπικό φακό στο ένα άκρο για την απεικόνιση του εντέρου. Ο σωλήνας εισάγεται μέσω του πρωκτού για την παροχή εικόνας από το εσωτερικό του εντέρου και μπορεί να αποκαλύψει αλλοιώσεις που προκαλούνται από καρκίνο ή άλλες παθήσεις, όπως οι πολύποδες. Οι πολύποδες είναι μη φυσιολογικά εξογκώματα στο εσωτερικό του εντέρου, τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να εξελιχθούν σε καρκίνο του παχέος εντέρου, εάν δεν αφαιρεθούν. Σε περίπτωση που εντοπιστούν πολύποδες, οι περισσότεροι μπορούν να αφαιρεθούν ανώδυνα κατά τη διάρκεια της εξέτασης. Η κολονοσκόπηση επιτρέπει την εξέταση ολόκληρου του παχέος εντέρου. Η εύκαμπτη σιγμοειδοσκόπηση επιτρέπει την εξέταση μόνο του κατώτερου τμήματος του παχέος εντέρου, αλλά είναι ταχύτερη και μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς αναισθησία και μόνο με ένα κλύσμα για την προετοιμασία του εντέρου (δηλ. την προετοιμασία που απαιτείται πριν από την πραγματοποίηση της εξέτασης). Δεδομένου ότι η σιγμοειδοσκόπηση και η κολονοσκόπηση είναι επεμβατικές διαδικασίες, ενδέχεται να έχουν σοβαρές επιπλοκές.

Εάν ο προσυμπτωματικός έλεγχος με FOBT γουαϊακόλης, FIT ή εύκαμπτη σιγμοειδοσκόπηση αποκαλύψει μη φυσιολογικά αποτελέσματα, θα παραπεμφθείτε για κολονοσκόπηση, ώστε να ελεγχθεί το εσωτερικό ολόκληρου του εντέρου για καρκίνο και πολύποδες.

Οι περισσότερες μελέτες για την επίδραση του προσυμπτωματικού ελέγχου στην πρόληψη του θανάτου λόγω καρκίνου του παχέος εντέρου έχουν διεξαχθεί με υγιή άτομα ηλικίας άνω των 45-50 ετών και κάτω των 70-75 ετών. Όλες οι συνιστώμενες μέθοδοι προσυμπτωματικού ελέγχου είναι αποτελεσματικές στη μείωση του κινδύνου θανάτου από καρκίνο του παχέος εντέρου. Στο πλαίσιο μελετών, ο έλεγχος με FOBT γουαϊακόλης ή FIT έχει μειώσει τον κίνδυνο θανάτου από καρκίνο του παχέος εντέρου κατά 20-30%. Ο έλεγχος με εύκαμπτη σιγμοειδοσκόπηση έχει μειώσει τον κίνδυνο περίπου κατά 50%. Ο έλεγχος με κολονοσκόπηση εκτιμάται ότι μειώνει τον κίνδυνο θανάτου από καρκίνο του παχέος εντέρου περίπου κατά 30-65%, ωστόσο αυτή η εκτίμηση βασίζεται σε περιορισμένα στοιχεία.

Ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του παχέος εντέρου μειώθηκε περίπου κατά 30% στους συμμετέχοντες της μελέτης που υποβλήθηκαν σε εύκαμπτη σιγμοειδοσκόπηση. Δηλαδή, επιτεύχθηκε πρόληψη του καρκίνου του παχέος εντέρου σε 3 στα 10 άτομα που υποβλήθηκαν σε προσυμπτωματικό έλεγχο. Με την κολονοσκόπηση ο κίνδυνος μειώθηκε περίπου κατά 50-65%, ωστόσο αυτή η εκτίμηση βασίζεται σε περιορισμένα στοιχεία.

Πότε θα πρέπει να υποβληθώ σε προσυμπτωματικό έλεγχο για καρκίνο του παχέος εντέρου;

Συνιστάται να υποβάλλεστε σε έλεγχο για καρκίνο του παχέος εντέρου κάθε φορά που λαμβάνετε πρόσκληση και αφού διαβάσετε το παρεχόμενο ενημερωτικό υλικό και εξετάσετε προσεκτικά τα πιθανά οφέλη και μειονεκτήματα του προσυμπτωματικού ελέγχου. Τα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ποικίλλουν ως προς τις ηλικιακές ομάδες που καλούνται να συμμετάσχουν και τη συχνότητα των ελέγχων, ανάλογα με το φορτίο του καρκίνου του παχέος εντέρου σε κάθε χώρα, τους τοπικούς πόρους και το είδος της εξέτασης που χρησιμοποιείται. Τα περισσότερα προγράμματα για τον καρκίνο του παχέος εντέρου απευθύνονται σε άντρες και γυναίκες, ξεκινώντας από την ηλικία των 50-60 ετών και, στη συνέχεια, κάθε 2 χρόνια, αν ο έλεγχος γίνεται με τεστ ανίχνευσης λανθάνουσας αιμορραγίας στα κόπρανα (FOBT) με δοκιμασία γουαϊακόλης ή με ανοσοχημικό τεστ κοπράνων (FIT), ή κάθε 10 χρόνια ή περισσότερο, αν ο έλεγχος γίνεται με κολονοσκόπηση ή εύκαμπτη σιγμοειδοσκόπηση. Τα περισσότερα προγράμματα απευθύνονται σε άτομα έως και 70-75 ετών. Εάν έχετε ερωτήσεις, συζητήστε τες με τον γιατρό ή τον πάροχο των υπηρεσιών υγείας σας.

Είναι καλύτερο να χρησιμοποιείται το τεστ FOBT ή το τεστ FIT;

Σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες, το τεστ FIT ανιχνεύει περισσότερους καρκίνους και πολύποδες σε σύγκριση με το τεστ FOBT. Ωστόσο, για την περαιτέρω διερεύνηση των καρκίνων και των πολυπόδων απαιτείται η διενέργεια κολονοσκοπήσεων. Κάθε χώρα επιλέγει την εξέταση προσυμπτωματικού ελέγχου για καρκίνο του παχέος εντέρου ανάλογα με το φορτίο του καρκίνου του παχέος εντέρου, τους τοπικούς πόρους και άλλους παράγοντες. Συνιστάται να κάνετε την εξέταση που περιλαμβάνεται στο πρόγραμμά σας.

Το αποτέλεσμα της τελευταίας μου προληπτικής εξέτασης ήταν φυσιολογικό. Γιατί θα πρέπει να υποβληθώ ξανά σε έλεγχο;

Μπορεί να έχετε καρκίνο ο οποίος ήταν πολύ μικρός για να ανιχνευτεί κατά την τελευταία σας εξέταση ή μπορεί να έχει αναπτυχθεί νέος καρκίνος εν τω μεταξύ. Εάν παρατηρήσετε συμπτώματα που υποδεικνύουν καρκίνο του παχέος εντέρου, όπως αναιμία, απώλεια βάρους, αιμορραγία από το ορθό (το τελευταίο τμήμα του παχέος εντέρου πριν από τον πρωκτό) ή αλλαγές στις εντερικές σας συνήθειες, θα πρέπει να συμβουλευτείτε τον γιατρό σας και να μην περιμένετε μέχρι τον επόμενο έλεγχο.

Ποιες είναι οι πιθανότητες να μην εντοπιστεί τυχόν καρκίνος του παχέος εντέρου κατά τον προσυμπτωματικό έλεγχο;

Οι προληπτικές εξετάσεις δεν μπορούν να εντοπίσουν όλους τους καρκίνους του παχέος εντέρου. Ο αριθμός των καρκίνων που δεν ανιχνεύεται με τον προσυμπτωματικό έλεγχο εξαρτάται από το είδος της εξέτασης που διενεργείται. Έως και 5 στους 10 καρκίνους ενδέχεται να μην εντοπιστούν με το τεστ FOBT. Με το πιο πρόσφατο τεστ FIT, ο αριθμός των καρκίνων που δεν ανιχνεύεται είναι μικρότερος. Με την κολονοσκόπηση, 1 στους 10 καρκίνους του παχέος εντέρου ενδέχεται να μην ανιχνευτεί. Η εύκαμπτη σιγμοειδοσκόπηση έχει παρόμοια ποσοστά ανίχνευσης με την κολονοσκόπηση, αλλά εξετάζει μόνο το κατώτερο τμήμα του εντέρου και δεν φτάνει στο ανώτερο. Συνεπώς, περίπου 4 στους 10 καρκίνους του παχέος εντέρου δεν ανιχνεύονται με την εύκαμπτη σιγμοειδοσκόπηση.

Ο καρκίνος είναι μια αργά εξελισσόμενη νόσος, γεγονός που σημαίνει ότι σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να ανιχνευτεί κατά την επόμενη εξέταση προσυμπτωματικού ελέγχου. Συνεπώς, είναι πολύ σημαντικός ο τακτικός έλεγχος. Ο επαναληπτικός έλεγχος αυξάνει τις πιθανότητες ανίχνευσης τυχόν καρκίνου του παχέος εντέρου.

Υπάρχει πιθανότητα να αναπτύξω καρκίνο του παχέος εντέρου έπειτα από προληπτική εξέταση με φυσιολογικό αποτέλεσμα;

Ναι, υπάρχει πιθανότητα. Μπορεί να έχετε καρκίνο ο οποίος δεν ανιχνεύτηκε κατά τον τελευταίο έλεγχο για καρκίνο του παχέος εντέρου ή να έχετε νέο καρκίνο που έχει αναπτυχθεί ταχέως εν τω μεταξύ.

Ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου έπειτα από κολονοσκόπηση με φυσιολογικό αποτέλεσμα είναι χαμηλός. Ερευνητικές μελέτες αναφέρουν ότι περίπου 1 στα 1.000 άτομα που υποβάλλονται σε κολονοσκόπηση με φυσιολογικό αποτέλεσμα αναπτύσσουν καρκίνο του παχέος εντέρου εντός 4 ετών μετά την εξέταση. Για την εύκαμπτη σιγμοειδοσκόπηση, ο κίνδυνος είναι υψηλότερος, διότι αυτή η εξέταση ελέγχει μόνο το κατώτερο τμήμα του εντέρου. Ο κίνδυνος είναι σημαντικά υψηλότερος για την εξέταση ανίχνευσης λανθάνουσας αιμορραγίας στα κόπρανα (τεστ FOBT) ή την ανοσοχημική εξέταση κοπράνων (τεστ FIT), διότι οι εν λόγω εξετάσεις ανιχνεύουν μόνο καρκίνους ή πολύποδες που αιμορραγούν. Συνιστάται ο τακτικός έλεγχος με τεστ FOBT ή FIT, ώστε τυχόν καρκίνοι που δεν ανιχνεύτηκαν σε παλαιότερους ελέγχους να μπορέσουν να ανιχνευτούν στους επόμενους. Εάν παρατηρήσετε συμπτώματα που υποδεικνύουν καρκίνο του παχέος εντέρου, όπως αναιμία, απώλεια βάρους, αίμα στα κόπρανα ή αλλαγές στις εντερικές σας συνήθειες, θα πρέπει να συμβουλευτείτε τον γιατρό σας και να μην περιμένετε μέχρι τον επόμενο έλεγχο.

Τι θα συμβεί εάν το αποτέλεσμα του προσυμπτωματικού ελέγχου είναι μη φυσιολογικό;

Εάν το αποτέλεσμα του τεστ FOBT ή του τεστ FIT είναι μη φυσιολογικό, θα παραπεμφθείτε για περαιτέρω έλεγχο με κολονοσκόπηση. Σε 1-2 στα 20 άτομα με μη φυσιολογικό αποτέλεσμα FOBT ή FIT ανιχνεύεται καρκίνος κατά την κολονοσκόπηση. Σε περίπου 4 στα 10 άτομα με μη φυσιολογικό αποτέλεσμα FOBT ή FIT ανιχνεύονται πολύποδες οι οποίοι αφαιρούνται, ώστε να αποτραπεί η ανάπτυξη καρκίνου. Τα μισά περίπου άτομα που παραπέμπονται για περαιτέρω έλεγχο με κολονοσκόπηση έχουν φυσιολογικό αποτέλεσμα (δεν εντοπίζονται καρκίνος ή πολύποδες).

Οι μικροί πολύποδες που εντοπίζονται κατά τη διάρκεια της σιγμοειδοσκόπησης μπορούν να αφαιρεθούν αμέσως. Στα άτομα με πολλαπλούς ή μεγάλους πολύποδες διενεργείται κολονοσκόπηση, με την οποία αφαιρούνται οι υπάρχοντες πολύποδες και ελέγχεται εάν υπάρχουν και άλλοι πολύποδες πέραν της περιοχής που εξετάζει το σιγμοειδοσκόπιο. Μετά τον εντοπισμό και την αφαίρεση πολλαπλών ή μεγάλων πολυπόδων, συνιστάται η διενέργεια τακτικών προληπτικών ελέγχων με κολονοσκόπηση.

Υπάρχει κάποια αρνητική επίπτωση ή άλλος κίνδυνος από τον προσυμπτωματικό έλεγχο για καρκίνο του παχέος εντέρου;

Αρνητικές επιπτώσεις ή κίνδυνοι μπορεί να προκύψουν από τη διενέργεια μιας προληπτικής εξέτασης ή από πρόσθετες εξετάσεις που απαιτούνται για την εξακρίβωση των μη φυσιολογικών αποτελεσμάτων της προληπτικής εξέτασης, καθώς και από τη θεραπεία των αλλοιώσεων που ανιχνεύονται μέσω του προσυμπτωματικού ελέγχου.

Οι προληπτικές εξετάσεις FOBT και FIT είναι ανώδυνες και ασφαλείς. Ωστόσο, η FOBT ή η FIT μπορεί να ανιχνεύσει αίμα στα κόπρανά σας το οποίο δεν σχετίζεται με καρκίνο του παχέος εντέρου ή πολύποδες. Εάν βρεθεί αίμα στα κόπρανά σας, θα παραπεμφθείτε για περαιτέρω έλεγχο με κολονοσκόπηση (βλ. «Περαιτέρω έλεγχος με κολονοσκόπηση» παρακάτω). Τα άτομα που παραπέμπονται για περαιτέρω εξετάσεις λόγω μη φυσιολογικών αποτελεσμάτων κατά τον προσυμπτωματικό έλεγχο αισθάνονται ορισμένες φορές άγχος, το οποίο όμως συνήθως δεν διαρκεί πολύ.

Πολλοί ασθενείς αισθάνονται, τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό, δυσφορία ή πόνο με την εύκαμπτη σιγμοειδοσκόπηση, ωστόσο σε μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι με την κολονοσκόπηση. Μικρές επιπλοκές (ναυτία, αίσθημα αδυναμίας ή ζάλης ή κοιλιακός πόνος) παρουσιάζονται σε λιγότερες από 1 στις 150 σιγμοειδοσκοπήσεις. Σοβαρές επιπλοκές, συμπεριλαμβανομένης της βαριάς αιμορραγίας ή της διάτρησης του τοιχώματος του εντέρου, παρουσιάζονται περίπου σε 1 στις 3.000 σιγμοειδοσκοπήσεις. Έντονος πόνος αμέσως μετά την εξέταση παρουσιάζεται περίπου σε 1 στους 50 ασθενείς.

Όπως και με τις προληπτικές εξετάσεις FOBT ή FIT, τα μη φυσιολογικά αποτελέσματα κατά τον προσυμπτωματικό έλεγχο απαιτούν περαιτέρω έλεγχο με κολονοσκόπηση (βλ. «Περαιτέρω έλεγχος με κολονοσκόπηση» παρακάτω).

Πολλοί ασθενείς αισθάνονται, τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό, δυσφορία ή πόνο με την κολονοσκόπηση. Η προετοιμασία του εντέρου με καθαρτικό (δηλ. η προετοιμασία που απαιτείται πριν από τη διενέργεια της κολονοσκόπησης) θεωρείται κατά κανόνα το χειρότερο μέρος της διαδικασίας. Σε πολλές περιπτώσεις, με την προληπτική κολονοσκόπηση αποφεύγεται η διενέργεια άλλης εξέτασης όπου ανιχνεύονται πολύποδες ή μικρές καρκινικές αλλοιώσεις, διότι η κολονοσκόπηση καλύπτει επίσης το ανώτερο τμήμα του εντέρου. Σοβαρές επιπλοκές έχουν αναφερθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε περίπου 1 έως 5 στις 1.000 εξετάσεις. Επιπλοκές είναι πιθανότερο να προκύψουν σε κολονοσκοπήσεις κατά τις οποίες εντοπίζονται και αφαιρούνται πολύποδες. Σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, η κολονοσκόπηση ενδέχεται να οδηγήσει σε θάνατο.

Ο περαιτέρω έλεγχος με κολονοσκόπηση διενεργείται για την εξακρίβωση ενός μη φυσιολογικού αποτελέσματος σε τεστ FOBT ή FIT ή για τον έλεγχο του ανώτερου τμήματος του εντέρου σε άτομα με μη φυσιολογικά αποτελέσματα στη σιγμοειδοσκόπηση. Ενέχει ελαφρώς υψηλότερους κινδύνους επιπλοκών σε σχέση με την προληπτική κολονοσκόπηση, καθώς υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες ανακάλυψης και αφαίρεσης πολυπόδων ή καρκίνων. Πολλοί από τους πολύποδες που αφαιρούνται κατά τον προσυμπτωματικό έλεγχο δεν θα είχαν εξελιχθεί σε καρκίνο κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου, ωστόσο δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί ποιοι πολύποδες θα εξελιχθούν σε καρκίνο. Σοβαρές επιπλοκές έχουν αναφερθεί στην Ευρώπη σε περίπου 1 στις 200 κολονοσκοπήσεις που διενεργούνται για περαιτέρω έλεγχο. Υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος επιπλοκών από μια χειρουργική επέμβαση, εάν η αφαίρεση του πολύποδα ή του καρκίνου δεν είναι δυνατή με κολονοσκόπηση. Σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις (1 στις 10.000 εξετάσεις), η κολονοσκόπηση ενδέχεται να προκαλέσει θάνατο, ωστόσο ο αριθμός των θανάτων από καρκίνο του παχέος εντέρου που προλαμβάνονται με τον προσυμπτωματικό έλεγχο είναι πολύ μεγαλύτερος.

Πηγή: https://cancer-code-europe.iarc.fr/

X