Οι άνθρωποι που δεν κοιμούνται αρκετά δυσκολεύονται να χάσουν βάρος, με άλλα λόγια η κακή ποιότητα του ύπνου υποσκάπτει τις δίαιτες και διευκολύνει την ανάκτηση των όποιων χαμένων κιλών. Αυτό δείχνει μία δανική επιστημονική μελέτη που ανακοινώθηκε στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Μελέτη της Παχυσαρκίας, στο Μάαστριχ της Ολλανδίας,
Ερευνητές του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, με επικεφαλής την καθηγήτρια Σίγκνε Τόρεκοφ, πραγματοποίησαν μία τυχαιοποιημένη και ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη, στην οποία συμμετείχαν 195 άτομα ηλικίας 18 έως 65 ετών με παχυσαρκία (είχαν Δείκτη Μάζας Σώματος από 32 έως 43).
Οι συμμετέχοντες έκαναν αρχικά μία δίαιτα πολύ χαμηλών θερμίδων (800 θερμίδες την ημέρα) επί οκτώ εβδομάδες, στη διάρκεια των οποίων έχασαν κατά μέσο όρο το 12% του σωματικού βάρους τους. Στη συνέχεια, χωρίστηκαν σε ομάδες και επί ένα έτος κάποιοι έπαιρναν καθημερινά ένα φάρμακο (λιραγλουτίδη) που διευκόλυνε την απώλεια βάρους, άλλοι έπαιρναν ένα εικονικό φάρμακο, μερικοί ασκούνταν σωματικά και ορισμένοι συνδύαζαν την άσκηση με το φάρμακο. Παράλληλα, οι ερευνητές παρακολουθούσαν τη διάρκεια και η ποιότητα του ύπνου τους μέσω μιας συσκευής ενώ οι συμμετέχοντες συμπλήρωναν ερωτηματολόγια.
Διαπιστώθηκε ότι μετά την αρχική απώλεια βάρους μέσω της αυστηρής δίαιτας βελτιώθηκε σε όλους τους συμμετέχοντες λίγο-πολύ η διάρκεια και η ποιότητα του ύπνου τους. Μετά από ένα έτος, όσοι -εν τω μεταξύ- είχαν ασκηθεί σωματικά, είχαν διατηρήσει αυτήν τη βελτίωση στον ύπνο τους, ενώ αντίθετα όσοι δεν ασκούνταν την είχαν χάσει. Επίσης, τη λιραγλουτίδη δεν βελτίωσε τον ύπνο περισσότερο από ό,τι το εικονικό φάρμακο.
Ακόμη, όσοι από την αρχή της έρευνας κοιμόντουσαν λιγότερες από 6 ώρες την ημέρα αύξησαν στη διάρκεια του επόμενου έτους κατά μέσο όρο κατά 1,3 μονάδες τον Δείκτη Μάζας Σώματός τους, σε σύγκριση με όσους κοιμούνταν πάνω από 6 ώρες. Ανάλογη (1,2 μονάδες) ήταν η αύξηση του βάρους για όσους είχαν τη χειρότερη βαθμολογία όσον αφορά την ποιότητα του ύπνου τους (πολύς ελαφρύς ύπνος, συνεχείς διακοπές κ.ά.).
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η προσπάθεια δίαιτας πρέπει να συνοδεύεται από βελτίωση του ύπνου και σε αυτό μπορεί να βοηθήσει η σωματική άσκηση για τουλάχιστον δύο ώρες την εβδομάδα. Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι στις ανεπτυγμένες χώρες πάνω από το ένα τρίτο των ενηλίκων δεν κοιμούνται αρκετά (τουλάχιστον 6 ώρες) λόγω στρες, χρήσης ηλεκτρονικών συσκευών, υπερβολικής εργασίας κ.ά.
Η ανεπάρκεια και κακή ποιότητα του ύπνου αυξάνει τον κίνδυνο υπέρτασης, υψηλής χοληστερόλης, αθηροσκλήρωσης, παχυσαρκίας, διαβήτη τύπου 2, φλεγμονής, καρδιαγγειακής νόσου, εγκεφαλικού, εμφράγματος και πρόωρου θανάτου.
Μία δεύτερη βρετανο-δανική μελέτη, με επικεφαλής τον Μαρκ Έβανς του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Κάρντιφ, η οποία παρουσιάστηκε στο ίδιο συνέδριο, ανέλυσε στοιχεία για 1.850 παχύσαρκους ανθρώπους με μέση ηλικία 53 ετών και ΔΜΣ άνω του 30 από έξι χώρες (Βρετανία, Γαλλία, Σουηδία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία). Βρήκε ότι το 80% των συμμετεχόντων είχαν προσπαθήσει να χάσουν βάρος το προηγούμενο έτος, αλλά μόνο το 25% είχαν καταφέρει να χάσουν πάνω από το 5% των κιλών τους. Οι πιο συχνές μέθοδοι απώλειας βάρους είναι οι δίαιτες (72% των ατόμων), η σωματική άσκηση (22%) και η χρήση φαρμάκων για αδυνάτισμα (12%).