Το ήπαρ είναι ένα «εργοστάσιο» του σώματός μας, με περίπου 500 διαφορετικές λειτουργίες που είναι ζωτικής σημασίας για τη ζωή. Για παράδειγμα καταπολεμά τις λοιμώξεις και τις νόσους, καταστρέφει δηλητηριώδεις για τον οργανισμό μας ουσίες, φιλτράρει και καθαρίζει το αίμα, ελέγχει την ποσότητα της χοληστερόλης, ρυθμίζει τη γλυκόζη του αίματος, μεταβολίζει τους υδατάνθρακες, τις πρωτεΐνες και τα λίπη και πολλά άλλα.

Η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος (λιπώδες ήπαρ) έχει αναδειχθεί ως μια σοβαρή διαταραχή της παχυσαρκίας. Η ασθένεια είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στις δυτικές χώρες (25-30% του ενήλικου πληθυσμού). Η παθογένεια της νόσου είναι ένα σύμπλοκο από πολλούς παράγοντες που συμβάλλουν στη συσσώρευση λίπους και δημιουργίας φλεγμονής στο εσωτερικό του ήπατος. Τα αίτια της συσσώρευσης λίπους στο ήπαρ φαίνεται να είναι η γενετική προδιάθεση, η έλλειψη άσκησης, το υπερβολικό βάρος, η σπλαχνική παχυσαρκία, η δυσλιπιδαιμία, το οξειδωτικό στρες και η αντίσταση στην ινσουλίνη. Η δημιουργία λιπώδους ήπατος μπορεί να συνοψιστεί με απλοϊκό τρόπο: αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης προάγουν τη λιπόλυση (διάσπαση του λίπους). Τα προκύπτοντα ελεύθερα λιπαρά οξέα μεταφέρονται στο ήπαρ (αύξηση της προσφοράς σε ελεύθερα λιπαρά οξέα) και ως συνέπεια τριγλυκερίδια συσσωρεύονται στο ήπαρ. Το οξειδωτικού στρες πυροδοτεί την απλή στεάτωση (αυξημένη εναπόθεση λίπους).

Ο όρος λιπώδης διήθηση στα ηπατοκύτταρα που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για τη νόσο, έχει αντικατασταθεί με τον όρο λιπώδες ήπαρ, αφού δεν πρόκειται για τη διήθηση του ήπατος από αυτοτελή λιποκύτταρα αλλά για ηπατοκύτταρα που περιέχουν εναποθέσεις λίπους. Διαφοροποιείται από την αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος, η οποία αναφέρεται στην υπερβολική χρήση αλκοόλ. Διαχωρίζεται σε μη αλκοολική ηπατοστεάτωση (καλοήθης) και σε μη αλκοολική στεατοηπατίτιδα (σοβαρότερη). Με τη συχνότητα εμφάνισης της παχυσαρκίας να αυξάνεται παγκοσμίως εκτιμάται ότι το λιπώδες ήπαρ είναι πιθανό να γίνει η μεγαλύτερη αιτία της νόσου του ήπατος τελικού σταδίου στο μέλλον τόσο σε ενήλικες όσο και σε παιδιά.

Η σημασία της αντιμετώπισης της λιπώδους νόσου του ήπατος αναγνωρίζεται πλέον όχι μόνο λόγω του κινδύνου εξέλιξης προς μια πιο επιθετική νόσο του ήπατος, αλλά επίσης επειδή το λιπώδες ήπαρ είναι ένα σημαντικός παράγοντας κινδύνου των καρδιαγγειακών νοσημάτων. Η αντιμετώπιση γίνεται με διατροφικές αλλαγές και αλλαγή του τρόπου ζωής. Έτσι, μια κατάλληλη δίαιτα για ασθενείς με λιπώδες ήπαρ συμβάλλει στη μείωση της μάζας και της φλεγμονής του λιπώδους ιστού, την αποκατάσταση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη, και παρέχει χαμηλά ποσά υποστρωμάτων για τη λιπογένεση. Από την άλλη η αλλαγή του τρόπου ζωής, περιλαμβάνει παράλληλα με τη δίαιτα, άσκηση και συμπεριφοριστική θεραπεία, οι οποίες επηρεάζουν θετικά το συνολικό κίνδυνο για καρδιαγγειακή νόσο.

Η διαχείριση της ηπατικής νόσου επιβάλλει  την αναγνώριση και τη θεραπεία των συναφών μεταβολικών συνθηκών, οι οποίες είναι ο διαβήτης, η παχυσαρκία, και το μεταβολικό σύνδρομο, παράγοντες κινδύνου για την προοδευτική ηπατική ίνωση. Άτομα με υπερβολικό βάρος ή παχύσαρκα που έχουν προδιαβήτη ή διαβήτη τύπου ΙΙ έχουν αναγνωριστεί ωςάτομα υψηλού κινδύνου για την εξέλιξη της νόσου.

Αντιμετώπιση:

  • Σταδιακή απώλεια βάρους με στόχο την πρόληψη της κίρρωσης και των παραγόντων του μεταβολικού συνδρόμου. Μέχρι σήμερα, η απώλεια βάρους συνιστάται ως πρωτοβάθμια θεραπεία για την ηπατική νόσο, αφού μειώνει το μέγεθος των λιποκυττάρων και αποκαθιστά την ισορροπία της λιπώδους παραγωγής, βελτιώνει την ευαισθησία στην ινσουλίνη στους μύες και το ήπαρ, και προωθεί τη συσσώρευση λιπιδίων στον λιπώδη ιστό και όχι σε μη λιπώδης ιστούς, όπως το ήπαρ. Μια μέτρια μείωση του βάρους (που δεν υπερβαίνει τα 1,5 kg / εβδομάδα), έχει αποδειχθεί ότι είναι επωφελής. Αντίθετα, οι δίαιτες που προκαλούν ξαφνική σημαντική απώλεια βάρους μπορεί να είναι επιβλαβείς για τους περισσότερους ασθενείς με λιπώδες ήπαρ.
  • Υδατάνθρακες με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη (σύνθετοι υδατάνθρακες) επάγουν μια μικρή αύξηση της γλυκόζης του αίματος και ως εκ τούτου χαμηλή ανταπόκριση στην ινσουλίνη. Επιβαρυντική φαίνεται να είναι η υπερβολική κατανάλωση υδατανθράκων με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη, καθώς ευνοεί την υπεργλυκαιμία και την υπερινσουλιναιμία, ενώ προωθεί τη λιπογένεση.
  • Κατανάλωση δίαιτας χαμηλής σε υδατάνθρακες. Σχετίζεται με μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου και βελτίωση του γλυκαιμικού ελέγχου. Μια διατροφή χαμηλή σε υδατάνθρακες προκαλεί μια μέση απώλεια βάρους και ιστολογική βελτίωση στη στεάτωση, τη φλεγμονή και την ίνωση.
  • Αποφυγή των εξευγενισμένων σακχάρων και λιπών – όπως η σοκολάτα, τα κέικ και τα μπισκότα. Η διατροφή ασθενών με λιπώδες ήπαρ συνήθως είναι πλούσια σε απλούς υδατάνθρακες (συμπεριλαμβανομένου της φρουκτόζης) και εμφανίζει ανισορροπία στην πρόσληψη λιπαρών οξέων (χαμηλή αναλογία πολυακόρεστων και κορεσμένα λιπαρά οξέα). Το ιδανικό της σύνθεση της δίαιτας δεν έχει καθοριστεί, αλλά υπάρχει μια γενική συναίνεση ότι η υπερβολική πρόσληψη λίπους και υδατανθράκων είναι επιβλαβής.
  • Μειωμένη κατανάλωση απλής ζάχαρης, ειδικότερα των ζαχαρούχων ποτών, Πιθανολογείται ότι ο υψηλός γλυκαιμικός δείκτης σε αυτά τα ποτά αυξάνει την ηπατική λιπογένεση, την υπερτριγλυκεριδαιμία, την ηπατική αντίσταση στην ινσουλίνη και την ηπατική στεάτωση. Περιορισμός πρόσληψης κορεσμένων λιπαρών οξέων – αύξηση μονο – πολυακόρεστων. Έχει αποδειχτεί ότι μια πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών οξέων πάνω από 10% είναι ακατάλληλη για ασθενείς με λιπώδες ήπαρ. Αντίθετα, τα μονοακόρεστα και πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (ω – 3 και ω – 6), έχουν ευεργετικά αποτελέσματα στην καρδιαγγειακές παθήσεις και το λιπιδαιμικό προφίλ στο αίμα. Η αντικατάσταση των υδατανθράκων ή των κορεσμένων λιπαρών οξέων από μονοακόρεστα λιπαρά οξέα οδηγεί στη μείωση γλυκόζης και την πίεση του αίματος ενώ η αναλογία των ω – 6 και ω – 3 φαίνεται να είναι σημαντική στον μεταβολισμό των λιπιδίων. Η αυξημένη κατανάλωση ω – 3 λιπαρών οξέων έχει θετικές επιπτώσεις στη δυσλιπιδαιμία και την αντίσταση στην ινσουλίνη και αποτελεί μια σημαντική παράμετρο σε ασθενείς με λιπώδες ήπαρ.
  • Σταδιακή αύξηση της σωματικής δραστηριότητας. Η σωματική άσκηση είναι μια σημαντική συνιστώσα της θεραπευτικής προσέγγισης, καθώς βελτιώνει την ευαισθησία στην ινσουλίνη, αυξάνει τις ενεργειακές δαπάνες και προωθεί την ευημερία. Είναι μια σημαντική παράμετρος στην διαχείριση του μεταβολικού συνδρόμου και στη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για καθοδηγητικές συστάσεις σχετικά με την βέλτιστη ποσότητα και τύπο άσκησης.
  • Αποφυγή ή περιορισμός του αλκοόλ.Το αλκοόλ είναι πλούσιο σε θερμίδες και επιβραδύνει το ρυθμό απώλειας βάρους.
  • Η συμπεριφοριστική θεραπεία προωθεί τη μακροπρόθεσμη συμμόρφωση με αλλαγές στον τρόπο ζωής. Τα κατάλληλα συμβουλευτικά προγράμματα για αλλαγές στον τρόπο ζωής, βελτιώνουν αποτελεσματικά την ηπατική νόσο σε υπέρβαρους ή παχύσαρκους ασθενείς με λιπώδες ήπαρ. Η συμπεριφοριστική θεραπεία είναι περισσότερο χρήσιμη από τη φαρμακολογική θεραπεία για τη διαχείριση του μεταβολικού συνδρόμου.

Δεν υπάρχει λοιπόν μια πανάκεια, αλλά αντίθετα η αποτελεσματικότερη προσέγγιση είναι μάλλον πολύπλευρη και περιλαμβάνει προσαρμοσμένες αλλαγές στον τρόπο ζωής. Η διατροφική διαχείριση σε συνδυασμό με τη σωματική δραστηριότητα για την προώθηση της απώλειας βάρους, είναι η τρέχουσα καλύτερη θεραπευτική στρατηγική.

Αναφορές:

  1. Leclercq IA, Horsmans Y. Nonalcoholic fatty liver disease: the potential role of nutritional management. Curr Opin Clin Nutr Metab Care 2008; 11: 766-773.
  2. Karamitsos D.Th., Koliouskas D. Non-alcoholic fatty liver disease. Hellen Diabetol Chron 2008; 2: 101- 110.
  3. Gentile CL, Pagliassotti MJ (2008) The role of fatty acids in the development and progression of nonalcoholic fatty liver disease. J Nutr Biochem 19: 567–576. doi:10.1016/j.jnutbio.2007.10.001.
  4. British Liver Trust Fighting liver disease; Diet and liver disease http://www.britishlivertrust.org.uk

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

X