Το ουρικό οξύ στον άνθρωπο είναι το τελικό προϊόν του μεταβολισμού των πουρινών και όταν ανεβαίνει σε υψηλά επίπεδα στο αίμα μπορεί να πυροδοτήσει επεισόδια ουρικής αρθρίτιδας.
Οι πουρίνες είναι άφθονες στη φύση και ένας από τους πιο σημαντικούς ρόλους που έχουν είναι ότι χρησιμεύουν στην κατασκευή του δεσοξυριβονουκλεϊνικού οξέος (DNA) και του ριβονουκλεϊκού οξέος (RNA) ζευγαρωμένες με τις πυριμιδίνες. Οι πουρίνες είναι δύο, η αδενίνη και η γουανίνη, ενώ οι πυριμιδίνες είναι τρεις, η θυμίνη, η κυτοσίνη και η ουρακίλη. Τόσο οι πουρίνες όσο και οι πυριμιδίνες είναι κυκλικές αρωματικές ενώσεις που περιέχουν άτομα άνθρακα, αζώτου και υδρογόνου.
Οι πουρίνες βρίσκονται σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς, από τους απλούστερους ιούς έως τα πιο σύνθετα πολυκυτταρικά πλάσματα. Χωρίς αυτές, τα χρωμοσώματα και το γενετικό υλικό των ιών και των βακτηριδίων δεν θα υπήρχαν. Τα ζωντανά κύτταρα δεν θα μπορούσαν να παράγουν ενέργεια ή να συνθέτουν τα περισσότερα από τα μόρια που χρειάζονται για να λειτουργήσουν. Πολλές γνωστές φυτικές ενώσεις, όπως η καφεΐνη και η θεοβρωμίνη ανήκουν στις πουρίνες.
Μερικοί επιστήμονες πιστεύουν ότι οι πουρίνες ήταν μεταξύ των μορίων που υπήρχαν στην Γη πριν από την αρχή της ζωής. Η απομόνωση των πουρινών από μετεωρίτες που σχηματίστηκαν όταν γεννήθηκε το ηλιακό μας σύστημα δείχνει ότι αυτά τα μόρια θα μπορούσαν να είναι παρόντα και σε άλλα ηλιακά συστήματα.
Tρεις δεκαετίες πριν, οι πουρίνες αναγνωρίστηκαν για δύο κύριους λόγους: Πρώτον ως δομικά στοιχεία του DNA και δεύτερον ως ουσίες που αποδομούνται για να σχηματίσουν ουρικό οξύ, κάτι που αυξάνει τον κίνδυνο ουρικής αρθρίτιδας. Τότε, πέρα από αυτούς τους δύο βασικούς τομείς ενδιαφέροντος, τα πουρίνες δεν απολάμβαναν μεγάλης προσοχής από την επιστημονική έρευνα. Σήμερα όμως οι ερευνητές αντιλαμβάνονται τις πουρίνες ως κάτι πολύ πιο σημαντικά για την υγεία μας πέρα από την εστίαση στην ουρική αρθρίτιδα.
Η έρευνα για το ρόλο των πουρινών στην υγεία του καρδιαγγειακού και του πεπτικού συστήματος (συμπεριλαμβανομένου του στόματος, του στομάχου και των εντέρων) δείχνει ότι οι πουρίνες έχουν το δικό τους ειδικό σύστημα υποδοχέων στις μεμβράνες των κυττάρων μας που τους επιτρέπουν να συνδεθούν μαζί τους.
Η αρχική ανακάλυψη ήταν ότι υπάρχουν δύο βασικοί υποδοχείς πουρίνης (Ρ1 και Ρ2) ενώ στη συνέχεια βρέθηκαν 19 υποτύποι τους. Αυτό επέτρεψε στους ερευνητές να αποκτήσουν πολύ πιο συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες των πουρινών να επηρεάζουν την υγεία μας. Για παράδειγμα επηρεάζουν τις φλεγμονώδεις αποκρίσεις, την εμπειρία του πόνου, την πεπτική λειτουργία και την απορρόφηση των θρεπτικών ουσιών.
Αυτά τα αποτελέσματα περιλαμβάνουν πολλές πτυχές της λειτουργίας της καρδιάς, συμπεριλαμβανομένης της ροής του αίματος και της παροχής οξυγόνου. Στο πεπτικό σύστημα, υπάρχουν επιπτώσεις στην έκκριση υγρών και στην κυκλοφορία των τροφίμων καθώς υφίστανται τη διαδικασία της πέψης.
Σε ποιες τροφές υπάρχουν
Οι πουρίνες είναι σχεδόν παρούσες σε όλα τα τρόφιμα εκ φύσεως. Υπάρχουν τουλάχιστον 10-15 mg πουρινών σε μισή κούπα σχεδόν όλων των τροφών. Αυτή η ποσότητα πουρινών θεωρείται μικρή. Ορισμένα τρόφιμα μπορεί να περιέχει 500-1.000 mg ή ακόμη περισσότερο σε μισή κούπα. Ως επί το πλείστον, οι πολύ υψηλότερες τροφές πουρίνης περιλαμβάνουν το κρέας των εσωτερικών οργάνων των ζώων, όπως π.χ. είναι ο συκώτι, ο σπλήνας και η καρδιά. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι φυτικές τροφές συνήθως δεν περιέχουν πολλές πουρίνες. Η μαγιά μπύρας και η σπιρουλίνα έχουν από τις μεγαλύτερες ποσότητες. Πάντως, το 70% των πουρινών προέρχεται από τα κύτταρα του σώματός μας και το 30% από τα τρόφιμα που τρώμε.
Οι τροφές που περιέχουν τις μεγαλύτερες ποσότητες πουρινών απεικονίζονται στους παρακάτω πίνακες.
Τροφή | Πουρίνες (mg/100g) |
Συκώτι | 286 |
Νεφρό | 230 |
Πουλερικά | 130 |
Αρνί, ψητό, ψιλοκομμένο | 127 |
Χοιρινό, ψημένο, ψιλοκομμένο | 119 |
Ψάρια, λευκά, φρέσκα | 115 |
Μανιτάρι, φρέσκο | 46 |
Ψωμί, κρούστα | 15 |
Ψωμί, λευκό | 12 |
Αλεύρι σίτου | 11 |
Τυρί | 8 |
Απλό γιαούρτι | 7 |
Ρύζι, μαγειρεμένο | 6 |
Στα διάφορα μέρη του κοτόπουλου η ποσότητα των πουρινών είναι:
Τροφή | Πουρίνες (mg/100g) |
Συκώτι κοτόπουλου | 236 |
Κοτόπουλο, καρδιά | 223 |
Στήθος κοτόπουλου | 130 |
Κοτόπουλο, μπούτι | 126 |
Κοτόπουλο, δέρμα | 104 |
Στα διάφορα μέρη του βοδινού, του χοιρινού και του αρνιού η περιεκτικότητα σε πουρίνες είναι:
Τροφή | Πουρίνες (mg/100g) |
Χοιρινό, συκώτι | 289 |
Βόειο κρέας, νεφρό | 213 |
Βόειο κρέας, συκώτι | 197 |
Βόειο κρέας, καρδιά | 171 |
Αρνί, καρδιά | 171 |
Βόειο κρέας, εγκεφάλου | 162 |
Αρνί, συκώτι | 147 |
Η περιεκτικότητα στα θαλασσινά είναι:
Τροφή | Πουρίνες (mg/100g) |
Αντσούγιες | 411 |
Σαρδέλες | 345 |
Σολομός | 250 |
Σκουμπρί | 194 |
Καλαμάρι | 135 |
Μπακαλιάρος, ωμό | 101 |
Στα κονσερβοποιημένα θαλασσινά είναι:
Τροφή | Πουρίνες (mg/100g) |
Σαρδέλες | 399 |
Ρέγκα | 378 |
Αντσούγιες | 321 |
Σκουμπρί | 246 |
Γαρίδα | 234 |
Τόνος | 142 |
Στρείδια | 107 |
Σολομός | 88 |
H περιεκτικότητα στα όσπρια είναι:
Τροφή | Πουρίνες (mg/100g) |
Μαυρομάτικα φασόλια | 230 |
Φακές | 222 |
Μικρό λευκό φασόλι | 202 |
Φάβα | 195 |
Κόκκινο φασόλι | 162 |
Μεγάλο φασόλι lima | 149 |
Φασόλια βακκίνιο | 75 |
Garbanzo φασόλια | 56 |
Στις μπύρες:
Τροφή | Πουρίνες (mg/100g) |
Παραδοσιακές αγγλικές μπύρες | 20,3 – 27,5 |
Guinness | 23 |
Lager | 17 |
Άλλες τροφές:
Τροφή | Πουρίνες (mg/100g) |
Σάλτσα μπάρμπεκιου | 14 |
Μέλι | 68 |
Σάλτσα οστρακοειδών | 134 |
Πίτουρο ρυζιού | 100 |
Σάλτσα σόγιας, σκούρο χρώμα | 45 |
Σάλτσα σόγιας, ανοιχτόχρωμο | 55 |
Μαγιά μπύρας | 2.995 |
Σπιρουλίνα | 1.076 |
Τροφές που περιέχουν λίγες πουρίνες (κάτω από 50 mg ανά 100 γραμμάρια) είναι το γάλα, τα αυγά, οι ξηροί καρποί, το τυρί, τα δημητριακά, το ρύζι και τα ζυμαρικά.
Τροφές με σχετικά λίγες πουρίνες είναι τα μήλα με 14 mg ανά 100 γραμμάρια, τα σπαράγγια με 23 mg, οι μελιτζάνες με 21 mg, το αβοκάντο με 19 mg, οι μπανάνες με 47 mg, το καρότο με 17 mg, τα σταφύλια με 27 mg, το μαρούλι με 13 mg, οι πατάτες με 17 mg, τα καρύδια με 25 mg, οι ντομάτες με 11 mg και οι ελιές με 29 mg.
Μεταξύ των λαχανικών και φρούτων, μέτριες ποσότητες περιέχουν τα βερίκοκα με 73 mg, οι αγκινάρες 78 mg, το σπανάκι με 57 mg, τα σύκα με 64 mg, η πράσινη πιπεριά me 55 mg και το μπρόκολο με 87 mg ανά 100 γραμμάρια.