Ο όρος κυτταρίτιδα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1920 για να περιγράψει μια δυσμορφία  που εντοπίζεται κυρίως στους γλουτους και στους μηρούς των γυναικών. Η κυτταρίτιδα παρατηρείται στο 85-98 % γυναικών μετά την εφηβεία και αντιπροσωπεύει περιπου το 25% του γυνεκείου βάρους. Εμφανίζεται στα σημεία εναπόθεσης λίπους αλλά δεν σχετίζεται αμέσα με την παχυσαρκία καθώς παρατηρείται και σε ισχνά άτομα. Η αύξηση του λιπώδους ιστού προκαλεί την εμφάνιση ή την επιδείνωση τησ κλινικής εικόνας ενω η απωλεια βάρους δεν την εξαλείφει. Σε πρόφατη μελέτη αναφέρεται επιδεινωση της  κλινικής εμφάνισης της κυτταριτιδας με απώλεια βάρους. Ο παθογενετικός μηχανισμός παραμένει αδιευκρίνιστος.

ΑΝΑΤΟΜΙΑ

Η κυτταρίτιδα είναι αποτέλεσμα πολλών περίπλοκων εκδηλώσεων που περιλαμβάνουν την επιδερμίδα, το δέρμα, και τον υποδόριο ιστό. Ανατομικά, οι δερματικές αλλοιώσεις που βρίσκονται στην κυτταρίτιδα είναι μεγάλες λόγω της  ίνωσης των συνδετικών ιστών που παρουσιάζεται στο δέρμα και/ή στον υποδόριο ιστό. Ο συνδετικός ιστός του δικτυακού δέρματος συνδέεται στα περιτόνια από τον λιπώδη ιστό. Τα λοβία του υποδόριου λίπους διαχωρίζονται το ένα από το άλλο από αυτά τα λεπτά, συνήθως άκαμπτα νήματα συνδετικού ιστού, που διασταυρώνουν το λιπώδες στρώμα και συνδέουν το δέρμα με τα υποκείμενα περιτόνια. Αυτά τα νήματα σταθεροποιούν το κατώτατ ο μεσοδερμικό στρώμα (υποδόριο) και διαιρούν το λίπος. Η βράχυνση αυτών των υμένων λόγω της ίνωσης προκαλεί ανάκληση στα σημεία εισαγωγής των δοκίδων, προκαλώντας κοιλότητες οι οποίες είναι χαρακτηριστικές στην κυτταρίτιδα.
 
Οι Nurnberger και Muller μελέτησαν την ανατομία και την ιστολογία του λίπους και την δομή του συνδετικού ιστού του υποδόριου ιστού. Κατέδειξαν, σε ανατομική βάση, την χαρακτηριστική όψη του στρώματος της κυτταρίτιδας και επισήμαναν τις διαφορές στην οργάνωση του υποδόριου ιστού μεταξύ των δύο φύλων. Έδειξαν επίσης πως στις γυναίκες οι ινώδεις υμένες είναι προσανατολίζονται συνήθως κάθετα σε σχέση με την επιφάνεια του δέρματος. Πολλές μελέτες έχουν δείξει πως το λίπος διαιρείται σε λοβία, και πως στις γυναίκες αυτά είναι μεγαλύτερα και πιο ορθογώνια σε σχέση με εκείνα των ανδρών. Οι άνδρες έχουν ένα δίκτυο σταυρωτής αρχιτεκτονικής συνδετικού ιστού, που σχηματίζει μικρότερες πολυγωνικές μονάδες που επιτρέπουν στις αποθήκες του υποδόριου λίπους να επεκταθούν πλαγίως και εσωτερικά, αλλά με μικρές προεξοχές (αν υπάρχουν) στο δέρμα. Οι άνδρες έχουν επίσης πιο χονδρά στρώματα επιδερμίδας και δέρματος στους μηρούς και τους γλουτούς σε σχέση με τις γυναίκες. Αυτά τα ανατομικά και ιστολογικά ευρήματα εξηγούν την μεγαλύτερη συχνότητα κυτταρ ίτιδας στις γυναίκες.

 

ΑΙΤΙΟΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ
Όσον αφορά στην αιτιοπαθογένεια της νόσου, πολλές είναι οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς, με επικρατέστερες τις παρακάτω:
  • Αύξηση Υδροφιλίας του Μεσοκυττάριου Στρώματος: Η θεωρία βασίζεται στο γεγονός ότι η κυτταρίτιδα εμφανίζεται λόγω μη ομαλής αντίδρασης του συνδετικού ιστού σε κάποιο ερέθισμα, οδηγώντας στην αύξηση γλυκοσαμινογλυκάνων που αποθηκεύονται στα τοιχώματα των τριχοειδών του δέρματος, όπως και μεταξύ των κολλαγόνων και των ελαστικών ινών του. Η αύξηση των γλυκοσαμινογλυκάνων είναι υπεύθυνη για την κατακράτηση υγρών στον συνδετικό ιστό του υποδορίου, καθώς και για την εμφάνιση οιδήματος, συμπίεσης αγγείων ή και μείωση της φλεβικής επιστροφής. Ιστολογικές μελέτες που διεξήχθησαν από τους Lotti, Brazzini και άλλους, κατέδειξαν επίσης αύξηση πολυμερών γλυκοσαμινογλυκάνων στα στο ιχεία του υποδόριου ιστού. Το αποτέλεσμα όμως αυτό δεν υποστηρίζεται από μία ομάδα άλλων ερευνητών όπως είναι για παράδειγμα οι BraunFalco , Ryan , κ.α. οι οποίοι δεν σημείωσαν αλλοιώσεις του λιπώδους ιστού της κυτταρίτιδας σε σχέση με τον ίδιο ιστό του υπόλοιπου σώματος. Μία από τις θεραπευτικές προτάσεις είναι και η με μεσοθεραπεία χορήγηση υαλουρονιδάσης ή άλλων ουσιών.
  • Ανατομία Υποδόριου Ιστού της Γυναίκας: Οι Nurnberger και Muller (1978), έφτασαν στην υπόθεση ίνωσης του υποδόριου ιστού  αφού εξέτασαν ιστολογικά 150 δείγματα. Κατά την εξέταση των δειγμάτων παρατηρήθηκαν ανατομικές ιδιαιτερότητες που συμπεριελάμβαναν την σε πολύ μεγάλο βαθμό εναπόθεση λίπους, δημιουργώντας ορθογώνιες ζώνες ή αλλιώς  « adipose hernias », που οι ακμές τους πίεζαν το δέρμα (χόριο) δημιουργώντας ανωμαλίες στην υφή της επιδερμίδας. Σε πολλές περιπτώσεις, τέτοιες ανωμαλίες υφής υπάρχουν στο δέρμα, ακόμη κι αν δεν είναι ορατές, και μπορούν να εντοπιστούν με τον λεγόμενο «έλεγχο τσιμπήματος». Κατά το πρώτο στάδιο η κυτταρίτιδα είναι ορατή κατά την όρθια θέση, ενώ σε πιο προχωρημένες περιπτώσεις φαίνεται στην ξαπλωτή θέση. Κατά τον Rosenbaum , για την ασυνέχεια και την ανώμαλη δομή (κυτταρίτιδα) του χόριο – υποδόριου ιστού ευθύνονται τόσο οι προδιαθεσικοί γενετικοί παράγον τες όσο και οι ιδιοσυγκρασιακοί. Την μέθοδο της μαγνητικής τομογραφίας επέλεξε ο Querleux (2002), για να ελαχιστοποιήσει την πιθανότητα ύπαρξης κατακράτησης υγρού στον λιπώδη ιστό. Ο ιστός αυτός αυξανόταν σε πάχος στις γυναίκες με κυτταρίτιδα και επιβεβαί ωσε την δομή των ινωδών διαφραγματίων τόσο στον γυναικείο όσο και στον ανδρικό υποδόριο ιστό. Ο Pierard , μελέτησε 39 δείγματα αυτοψίας με μικροσκόπιο και συμπέρανε πως τα λοβία λίπους είναι πολύ μικρά στο μέγεθος και έτσι εμποδίζουν την δημιουργία μακροσκοπικής εικόνας της κυτταρίτιδας. Κατά τον ίδιο, εμφανίζεται συρρίκνωση μερικών διαφραγμάτων εξαιτίας της συνεχώς αυξανόμενης εναπόθεσης λίπους, ενώ άλλα ρήκνυνται μοιάζοντας με ραγάδες.
  • Διαταραχές Μικροαγγείων: Ο Binazzi και μετέπειτα ο Curri (1977), εξήγησαν τα χαρακτηριστικά της μικροαγγειακής ιστικής μονάδας του υποδόριου ιστού. Η μονάδα αυτή αποτελείται από τα άπω αγγεία και το περιαγγειακό στρώμα συνδετικού ιστού. Χαρακτηριστικά της αποτελούν το πολύ πυκνό δίκτυο τριχοειδών, η απουσία αρτηριοφλεβικής αναστόμωσης, οι συνδετικοί κλάδοι των αρτηριών και των φλεβών του λιπώδους ιστού με το δίκτυο αγγείων του δέρματος. Με βάση αυτή τη θεωρία, τα ερυθρά αιμοσφαίρια λιμνάζουν και συνεπώς ακυρώνεται η υδροστατική ισορροπία των τριχοειδών. Μειώνεται η οξυγόνωση, αυξάνεται η υδροστατική πίεση του μεσοκυττάριου υγρού και εμφανίζεται ανωμαλία στην διαπερατότητα τριχοειδών φλεβιδίων. Στη συνέχεια υπάρχει επανάληψη επεισοδίων οιδήματος των λιποκυττάρων. Η ύπαρξη υποδοχέων οιστρογόνου στα ενδοθηλιακά κύτταρα που δικαιολογεί τη λειτουργία της γυναικείας μικροκυκλοφορίας, τα λιποκύτταρα που περιβάλλονται από μία μεμβράνη που γίνεται πιο παχιά με την παρουσία υποξείας, όπως και η ύπαρξη οιστρογονικών υποδοχέων στα λιποκύτταρα που εξηγεί την κατανομή του λίπους στις γυναίκες, αποτελούν νέα δεδομένα με αντίκτυπο στην παραπάνω θεωρία.
ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΚΥΤΤΑΡΙΤΙΔΑΣ
 Η κυτταρίτιδα αναπαριστά μία αντιαισθητική κατάσταση που απαιτεί ακριβής διάγνωση και θεραπευτική αντιμετώπιση. Επομένως, μία αρμόδια κλινική ταξινόμηση είναι απαραίτητη πριν το ξεκίνημα της φυσικής θεραπείας ή των ιατρικών, χειρουργικών και αισθητικών θεραπειών. Η προσπάθεια ταξινόμησης της κυτταρίτιδας είναι τόσο παλιά όσο η ιστορία της πρώτης περιγραφής της, αλλά επειδή είναι δύσκολο να καθοριστεί και να καταγραφεί η παθοφυσιολογική εξέλιξη της κυτταρίτιδας, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί μία πραγματική ταξινόμηση.  Σήμερα η κυτταρίτιδα μπορεί να περιγραφεί ως μία κυρίαρχη διάμεση ενδοκρινική – μεταβολική παθολογία.
  • Ταξινόμηση Binazzi: Η πρώτη προσπάθεια στην ταξινόμηση ήταν από τον Καθηγητή Binazzi το 1978. Διαίρεσε την κυτταρίτιδα σε τρεις κλινικές τάξεις .  Ο Καθηγητής  Binazzi ταξινόμησε την κυτταρίτιδα ως «μαλθακή ή χαλαρή», η οποία χαρακτηρίζεται από προσκολλημένο ιστό στα βαθιά επίπεδα; «σκληρή ή συμπαγή», η οποία αναπαριστά την λιπώδη κυτταρίτιδα με τονωτικούς ιστούς προσκολλημένους στα βαθιά επίπεδα, και «μεικτή», μία ενδιά μεση κατάσταση των δύο προηγούμενων. Σήμερα, η ταξινόμηση Binazzi αποτελεί πρακτικά την πιο διαδεδομένη ταξινόμηση. Είναι εύκολη αλλά δεν έχει την ικανότητα να αναλύει την παθοφυσιολογία επειδή είναι απλώς περιγραφική.
  • Ταξινόμηση Curri: Η ταξινόμη ση αυτή προτάθηκε το 1988 από τον Καθηγητή Curri . Είναι πρώτη πραγματική ταξινόμηση που θεμελιώθηκε σε επιστημονικά δεδομένα. Αποτελεί την πρώτη προσπάθεια ταξινόμησης για βοήθεια στην παθοφυσιολογική έρευνα. Βασίζεται στα χαρακτηριστικά της θερμογραφίας, προσφέροντας την δυνατότητα επαναλαμβανόμενων εικόνων που μπορούν να τυχαιοποιηθούν και να μηχανογραφηθούν. Ο Curri περιέγραψε πέντε τάξεις που χαρακτηρίστηκαν από διαφορετικούς τύπους μοτίβων θερμοκρασίας, που αποκαλύφθηκαν από τη σχεδίαση της μικροκυκλο φορίας και της οξυγόνωσης. Η ταξινόμηση αυτή μπορεί να είναι χρήσιμη στην επιστημονική έρευνα και είναι επίσης εύκολο να εκτελεστεί στην κλινική πρακτική. Το θερμογραφικό όργανο είναι επίσης απλό στην χρήση. Σημειώστε πως ο έλεγχος πρέπει να εφαρμόζεται μόνο αφού ο ασθενής έχει απομακρύνει τις ελαστικές κάλτσες (περιπόδια), και δεν έχει καπνίσει ή δεν έχει πιεί καφέ τουλάχιστον τις δύο τελευταίες ώρες. Το δωμάτιο πρέπει επίσης να βρίσκεται σε μία σταθερή θερμοκρασία.
  • Ταξινόμηση Bartoletti:  Η ταξινόμηση περιορίζεται στην εξωτερική πλευρά των ιστών; έχει κλινική αξία στην διάγνωση της επιφανειακής πλευράς της κυτταρίτιδας. Αν και δεν έχει επιστημονική αξία, είναι χρήσιμη στην καθημερινή αξιολόγηση των ασθενών. Επαναλαμβάνει την ταξινόμηση του Binazzi προσθέτοντας μία τάξη τετάρτου βαθμού, που ονομάζεται «ψευδής κυτταρίτιδα».  Η «ψευδής» ή «μη αληθής» κυτταρίτιδα χαρακτηρίζεται από πλαδαρούς ιστούς σε  πλεόνασμα, και μη προσκολλημένους στα βαθιά επίπεδα, με σπάνια μυϊκή ελαστικότητα. Αυτή η κατάσταση δεν απαιτεί θεραπεία αλλά μόνο ηλεκτρικές διεγέρσεις ή άσκηση. Πιστεύουμε ότι αυ τή η ταξινόμηση δεν είναι ακριβής, επειδή η παθολογική εικόνα αναφέρεται ως δομική κατάσταση. Περισσότερο η κλινική και παθοφυσιολογική διάγνωση θα μπορούσε να ταξινομήσει αυτή την ονομαζόμενη «μη αληθή» κυτταρίτιδα ως «αληθή» που μπορεί να ταιριάξει ως ο τύπος 4 στην ταξινόμηση Curri. Στην  πραγματικότητα, από διαγνωστικής απόψεως, αυτή η μορφή κυτταρίτιδας επιβεβαιώνεται από ένα μη φυσιολογικό τεστ, αναπαριστώντας την μεταβολή της μικροκυκλοφορίας, και όλες τις πλευρές της κυτταρίτιδας. Η ιδέα του Καθηγητή Bartoletti να μιλήσει για την «μη αληθή κυτταρίτιδα» μπορεί να είναι χρήσιμη στο να θυμόμαστε πως αυτή η τάξη κυτταρίτιδας δεν απαιτεί vενεργές θεραπείες, όπως μεσοθεραπεία ή λιπογλυπτική. Αν χρησιμοποιηθούν σε αυτή την κυτταρίτιδα, αυτές οι θεραπείες μπορεί να προκαλέσουν πιο αισθητικές αθολογίες και χαλάρωση του δέρματος.
  • Ταξινόμηση Bimed:  Η ταξινόμηση αυτή προτείνει μία περιεκτική θεραπευτική προσέγγιση; δηλαδή , ένα πρωτόκολλο για τις παθολογίες της κυτταρίτιδας που ονομάζεται BIMED ( Biorheological integrated method with Endermologie and dynamic system ). Το ακρώνυμο BIMEDκαταδεικνύει επίσης τις αρχές των ανθρώπων εκείνων που συνέλαβαν και βελτίωσαν αυτή την ταξινόμηση. Αυτή η ταξινόμηση περικλείει ένα πιο περιεκτικό και διακεκριμένο πλαίσιο για τις ποικίλες ψυχοπαθολογικές και παθολογικές εκδηλώσεις της κυτταρίτιδας. Η ταξινόμηση αυτή βασίζεται σε ποικίλες αναφορές εικόνων που δίνουν μία βαθμολογία ή έναν αριθμό που επιτρέπει να χτιστεί ένας τελικός κώδικας που εκφράζει όλους τους σκοπούς έρευνας της παθολογίας. Η έννοια πηγάζει από την ταξινόμηση CEAP , η οποία είναι η τα ξινόμηση που είναι παγκοσμίως  vαναγνωρισμένη και υιοθετείται για την ταξινόμηση των φλεβικών και λεμφαγγειακών νόσων. Μία ταξινόμηση που επιτρέπει την τυποποίηση κλινικών ερευνών. Το ακρωνύμιο   CEAP αναπαριστά την αρχή των τάξεων της ταξινόμησης: C από κλινική ( Clinical ), E ( Ethiopathology ), A από ανατομία ( Anatomy ), και P από  φυσιοπαθολογία  (Physiopathology ). Μπορεί να είναι χρήσιμη για την σχεδίαση μίας πιο περιεκτικής θεραπευτικής στρατηγικής για την συλλογή επιδημιολογικώ
  • Ταξινόμηση Bimed – TCD: Καμία βιβλιογραφία δεν παρέχει ένα συγκεκριμένο προσχέδιο για την οπτική και ποσοτική ταξινόμηση της κυτταρίτιδας. Ο Bacci , το 2001, με σκοπό της οργάνωσης μίας τεράστιας, ελεγχόμενης, και τυχαιοποιημένης μελέτης πάνω στην διάγνωση και την θεραπεία της κυτταρίτιδας, δημιούργησε μία κλινική ταξινόμηση που οδηγούσε σε μία αριθμητική τιμή που θα μπορούσε να αναλυθεί από υπολογιστή. Έτσι, προτάθηκε η παρακάτω ταξινόμηση: Τ, θερμογραφική ( Thermatographic ) , C , κλινική ( Clinical ), D , συμπτωματική ( Symptomatic ) ( TCD ).Το τελικό αποτέλεσμα θα είναι μία αριθμητική έκβαση που θα σχετίζεται με τις μεταβολές που συγκεντρώνονται σύμφωνα με μία βασική ταξινόμηση που διεξάγεται με τον κώδικα TCD , που συμπληρώνεται από μία υποκειμενική κλινική αξιολόγηση. Η τελική τιμή θα είναι συνεπώς μία παράμετρος που αποτελείται από το αποτέλεσμα του αριθμητικού αθροίσματος των παραγόντων TCD , και ολοκληρών εται με έναν πιθανό παράγοντα ιατρικής διόρθωσης.

ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΚΥΤΤΑΡΙΤΙΔΑΣ

Ο Curri  και οι συνεργάτες του αναγνώρισαν 4 στάδια στην κυτταρίτιδα τα οποία μπορούν να παρατηρηθούν οπτικά αλλά και με ψηλάφηση και να αξιολογηθούν αναλόγως. Εμπλουτίζοντας την θεωρία του Binazzi καταλήγει στα παρακάτω στάδια:
  • Στάδιο Ι: Δεν παρατηρούνται λακκάκια του δέρματος κατά την όρθια ή την καθιστή στάση, ενώ το τεστ τσιμπήματος δείχνει πτυχές και αυλακιές, αλλά χωρίς το λεγόμενο « mattress effect ».
  • Στάδιο ΙΙ: Παρουσιάζεται ωχρότητα και ψυχρότητα του δέρματος στις συγκεκριμένες περιοχές κατά την πίεση του δέρματος.
  • Στάδιο ΙΙΙ: Εμφάνιση δέρματος με όψη «φλοιού πορτοκαλιού» με συνοδεία πόνου, μείωσης της ελαστικότητας, ωχρότητα και ψυχρότητα.
  • Στάδιο ΙV : Ανώμαλη επιφάνεια δέρματος και εμφάνιση επώδυνων υποδόριων οζιδίων. Συνοδεία από ατροφία της επιδερμίδας.
Οι Nurnberger και Muller πρότειναν μία κλίμακα από 0 έως 3, που είναι η παρακάτω:
  • Στάδιο 0: Καθόλου κυτταρίτιδα ακόμη και μετά από τσίμπημα του δέρματος.
  • Στάδιο Ι: Δεν εμφανίζεται κυτταρίτιδα κατά την όρθια στάση, ενώ ελάχιστη κυτταρίτιδα παρατηρείται μετά από τσίμπημα του δέρματος. Τα τριχοειδή αιμοφόρα αγγεία γίνονται πιο διαπερατά, αρχή οιδήματος.
  • Στάδιο ΙΙ: Παρατηρείται κυτταρίτιδα, συσσώρευση λιπωδών κυττάρων, ενίσχυση ιστώδους δικτύου στον συνδετικό ιστό.
  • Στάδιο ΙΙΙ: Τυπικά μόνιμη εμφάνιση «φλοιού πορτοκαλιού», ροζίδια λίπους, μικρότερη κινητικότητα, ευαίσθητο δέρμα.
  • Στάδιο ΙV : Έντονη εμφάνιση μόνιμης όψης «φλοιού πορτοκαλιού», μεγάλα ροζίδια λίπους τοποθετημένα βαθιά, έντονη ινωσκλήρυνση, ευαίσθητο και επώδυνο δέρμα.
Τα στάδια Ι, ΙΙ και ΙΙΙ της γυναικείας λιποδυστροφίας δεν θεωρούνται ιατρικά ως παθολογικά συμπτώματα αλλά περισσότερο ως αισθητικά – κοσμετικά προβλήματα εμφάνισης της επιφάνειας του δέρματος. Μόνο μερικά συμπτώματα του σταδίου Ι V , όπως η αυξημένη ευαισθησία του δέρματος, μερικές φορές το επώδυνο δέρμα κατά την ψηλάφηση, η εκτεταμένη ινωσκλήρυνση των συνδετικών ιστών μπορεί να θεωρηθούν ως ελαφρά κλινικά συμπτώματα. Πιστεύεται πως τα πρώτα στάδια (Ι και ΙΙ) είναι λόγο – πολύ αναστρέψιμα και θα μπορούσαν να θεραπευτούν (να επιβραδυνθούν) με κρέμες κατά της κυτταρίτιδας ή με θεραπείες (μασάζ). Τα τελευταία στάδια (ΙΙΙ και συγκεκριμένα Ι V ) είν αι μη αναστρέψιμα και η δύναμη των αντικυτταριδικών θεραπειών μπορεί να είναι αμφισβητήσιμη.
ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΚΥΤΤΑΡΙΤΙΔΑΣ
Έχουμε τη γενικευμένη κυτταρίτιδα και την εντοπισμένη κυτταρίτιδα.
  • Η γενικευμένη κυτταρίτιδα, από το γεγονός ότι συνοδεύεται συνήθως και από παχυσαρκία, παρουσιάζει πόνους κυρίως στον αυχένα και στη μέση. Ακόμα παρουσιάζει μια διαρκή τάση κατακράτησης υγρών στο δέρμα, η οποία γίνεται περισσότερο αισθητή τις παραμονές της εμμήνου ρήσεως.
  • Η εντοπισμένη κυτταρίτιδα παρουσιάζεται στα κάτω, άνω άκρα, στο θώρακα, στην κοιλιά, στο πρόσωπο, στον αυχένα, στη ράχη.

Στα κάτω άκρα, Εντοπίζεται στην εξωτερική επιφάνεια των μηρών και επεκτείνεται προς τα ισχία, τους γλουτούς και τις γάμπες. Οι κυτταριδικές πλάκες που σχηματίζονται, είναι τόσο μεγάλες, που μοιάζουν με μαξιλαράκια, πράγμα πολύ αντιαισθητικό. Είναι η πιο γνωστή μορφή κυτταρίτιδας, της οποίας θύματα είναι οι περισσότερες γυναίκες. Μερικές φορές εμφανίζεται και στο εσωτερικό μέρος των μηρών και μπορεί να σχηματιστούν τόσο μεγάλες πλάκες, ώστε να πέφτουν και να κρέμονται στην εσωτερική επιφάνεια των γονάτων. Σε μερικές πολύ σπάνιες περιπτώσεις, εξαπλώνεται προς όλο το μήκος των κάτω άκρω ν, και παίρνει τη μορφή ψευτοελεφαντιάσεως.
Στα άνω άκρα, Εντοπίζεται κατά προτίμηση στους ώμους και τα μπράτσα, και κάνει την εμφάνισή της κυρίως στην εμμηνόπαυση. Χαρακτηρίζεται από χοντρά και αντιαισθητικά μπράτσα, φέρνει δε τόσο δυνατούς πόνους στα άνω άκρα, που πολλές φορές συγχέεται με την αρθρίτιδα.
Στο θώρακα, Εντοπίζεται στις πιο συχνές περιπτώσεις στο άνω μέρος των μαστών και συνοδεύεται από παχυσαρκία. Είναι δυνατόν όμως, να περιορίζεται σε μια μόνη κυτταριδική πλάκα με μορφή όζου.
Στην κοιλιά, Ανάλογα με το σημείο της κοιλιάς στο οποίο εντοπίζεται, μπορεί πολύ συχνά να συγχέεται με παθήσεις των οργάνων που βρίσκονται κάτω από τα κοιλιακά τοιχώματα.
Στο πρόσωπο, Είναι βέβαια πολύ σπάνια μορφή κυτταρίτιδας, όταν όμως προσβάλλει το πρόσωπο, εντοπίζεται στην μετωπιαία και υπερκόγχια περιοχή. Εμφανίζει διήθηση και πάχυνση του δέρματος, το οποίο παρουσιάζει όψη του φλοιού πορτοκαλιού και είναι κόκκινο και στιλπνό (γυαλίζει).
Στον αυχένα, Είναι από τις πιο συχνές κυτταρίτιδες και είναι δυνατόν να προκαλέσει επίμονες κεφαλαλγίες και επίμονες αυχεναλγίες, που δεν περνούν με αναλγητικό. Το δέρμα του αυχένα παρουσιάζει μια ομοιόμορφη πάχυνση και δίνει μια αρκετά αντιαισθητική εμφάνιση στη γυναίκα. Η κυτταρίτιδα στον αυχένα ονομάζεται και ‘καμπουρίτσα του Βίσονα’ .
Στη ράχη, Είναι η επέκταση της κυτταρίτιδας του αυχένα. Οι πόνοι και η δυσκαμψία που εμφανίζεται, παίρνουν μορφή οσφυαλγίας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

X